λευκογραφίᾳ

λευκογραφίᾳ
λευκογραφίᾱͅ , λευκογραφία
painting in white
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λευκογραφία — λευκογραφίᾱ , λευκογραφία painting in white fem nom/voc/acc dual λευκογραφίᾱ , λευκογραφία painting in white fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκογραφία — η (Α λευκογραφία) [λευκογραφώ] η ζωγραφική με λευκό χρώμα, ιχνογραφία με λευκά περιγράμματα τών μορφών σε σκούρο φόντο …   Dictionary of Greek

  • λευκογραφίας — λευκογραφίᾱς , λευκογραφία painting in white fem acc pl λευκογραφίᾱς , λευκογραφία painting in white fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • λευκογραφίς — λευκογραφίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος πηλού χρήσιμου στη λευκογραφία 2. είδος μαλακού λίθου χρήσιμου για τη λεύκανση τών ρούχων, αλλ. μόροχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γραφίς (< γραφή), πρβλ. παρα γραφίς, υπο γραφίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”